- διερειστέον
- διερ-ειστέον,A one must prop up, Sor.1.114.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διερειστέον — one must prop up masc acc sg διερειστέον one must prop up neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)